ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… … Dictionary of Greek
ηνιοποιός — ἡνιοποιός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής χαλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο ποιός, υποδηματοποιός] … Dictionary of Greek
ηνιορράφος — ἡνιορράφος, ὁ (Α) αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] … Dictionary of Greek
ιμονιοστρόφος — ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek
καρδιοστρόφος — καρδιοστρόφος, ὁ (Μ) αυτός που στρέφει, που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. ασπιδη στρόφος, ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek
ρυταγωγέας — ο / ῥυταγωγεύς ( έως, ΝΑ ο ιμάντας με τον οποίο καθοδηγείται το άλογο, χαλινάρι, ηνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτά (τὰ) «χαλινάρια» (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ», βλ. λ. ῥυτός) + ἀγωγεύς «ιμάντας» (< ἀγωγός)] … Dictionary of Greek
χαλινοστροφώ — έω, Μ οδηγώ το άλογο με το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + στροφῶ (< στροφος < στρόφος), πρβλ. ἠνιο στροφῶ] … Dictionary of Greek